ημιδεής

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν-δεής, κατα-δεής].