ζευγολάτης

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση του -ο του ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης < ζεύγος + -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. διφρ-ηλάτης, ποδ-ηλάτης].