θαμνοειδής

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαμνοειδής Medium diacritics: θαμνοειδής Low diacritics: θαμνοειδής Capitals: ΘΑΜΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thamnoeidḗs Transliteration B: thamnoeidēs Transliteration C: thamnoeidis Beta Code: qamnoeidh/s

English (LSJ)

ές, A shrubby, Thphr.HP3.17.3, Crateuas ap.Dsc.2.127.

German (Pape)

[Seite 1185] ές, strauchartig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θαμνοειδής: -ές, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν θάμνων, ὅμοιος θάμνῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 17, 3, Διοσκ. 3. 130., 4. 110.

Greek Monolingual

-ες (AM θαμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνοειδές φυτό»).
επίρρ...
θαμνοειδώς
υπό μορφή θάμνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + -ειδής (< είδος), πρβλ. άτρακτο-ειδής, δυσ-ειδής].