ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
θεσμολογῶ, -έω (Μ)απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λογώ (< λόγος), πρβλ. ασματο-λογώ, δευτερο-λογώ, πιθανό- λογώ].