θολομιγής

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολομῐγής Medium diacritics: θολομιγής Low diacritics: θολομιγής Capitals: ΘΟΛΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: tholomigḗs Transliteration B: tholomigēs Transliteration C: tholomigis Beta Code: qolomigh/s

English (LSJ)

ές, A mixed with dirt, Onat. ap. Stob.1.1.39.

German (Pape)

[Seite 1214] ές, mit Schmutz, Schlamm vermischt, σῶμα θνητὸν καὶ θ. Onat. bei Stob. ecl. 1, 3, 38, mss. θολομογές.

Greek (Liddell-Scott)

θολομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ πηλοῦ, Ὀνάτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 98.

Greek Monolingual

θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην του μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. α-μιγής, αμφι-μιγής, θερμο-μιγής.