θριψ

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source

Greek Monolingual

ο (Α θρίψ, -ιπός)
νεοελλ.
ζωολ. θυσανόπτερο έντομο
αρχ.
σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός αμάρτ. θρύψ (πρβλ. θρύπτω) ή ότι συνδέεται με το θραύω ή ότι είναι πελασγικής προελεύσεως (< τριψ, πρβλ. τρίβω)].-.