θρασυμήχανος

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμήχᾰνος Medium diacritics: θρασυμήχανος Low diacritics: θρασυμήχανος Capitals: ΘΡΑΣΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: thrasymḗchanos Transliteration B: thrasymēchanos Transliteration C: thrasymichanos Beta Code: qrasumh/xanos

English (LSJ)

Dor. θρασυ-μάχᾰνος [μᾱ], ον, A bold in contriving, daring in design, Ἡρακλέης Pi.O.6.67; λέοντες Id.N.4.62.

German (Pape)

[Seite 1216] von kühnen Plänen, Unternehmungen; Herakles, dor. -μάχανος, Pind. Ol. 6, 67; von Löwen, N. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, Ἡρακλέης Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101.

Greek Monolingual

θρασυμήχανος και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α-μήχανος, πολυ-μήχανος].

Greek Monotonic

θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, -ον (μηχανήτολμηρός στις επινοήσεις, στο να μηχανεύεται, εφευρίσκει, αυτός που σχεδιάζει με τολμηρό τρόπο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠμήχᾰνος: дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2 составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный (Ἡρακλέης Pind.).

Middle Liddell

μηχανή
bold in contriving, daring in design, Pind.