ιδιαιτερότητα

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual


η ιδιότητα του ιδιαίτερου, το να είναι κάποιος ξεχωριστός από τους άλλους, το να έχει χαρακτηριστικά που δεν τά έχουν άλλοι («το ζήτημα αυτό παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα άλλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. specificality (< specifical < μτγν. λατ. specificus «ειδικός, ιδιαίτερος»)].