θερμομιγής

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμομῐγής Medium diacritics: θερμομιγής Low diacritics: θερμομιγής Capitals: ΘΕΡΜΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: thermomigḗs Transliteration B: thermomigēs Transliteration C: thermomigis Beta Code: qermomigh/s

English (LSJ)

ές, A half-hot, ἀήρ Placit.2.20.13.

German (Pape)

[Seite 1202] ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

θερμομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θερμός, Πλούτ. 2. 890Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de chaleur, modérément chaud.
Étymologie: θερμός, μίγνυμι.

Greek Monolingual

θερμομιγής, -ές (Α)
ο κατά το ήμισυ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -μιγής (< θ. μιγ-, πρβλ. εμίγην του μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.

Russian (Dvoretsky)

θερμομῐγής: смешанный с теплом, теплый (ἀήρ Plut.).