θερμομιγής
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ές, A half-hot, ἀήρ Placit.2.20.13.
German (Pape)
[Seite 1202] ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.
Greek (Liddell-Scott)
θερμομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θερμός, Πλούτ. 2. 890Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mêlé de chaleur, modérément chaud.
Étymologie: θερμός, μίγνυμι.
Greek Monolingual
θερμομιγής, -ές (Α)
ο κατά το ήμισυ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -μιγής (< θ. μιγ-, πρβλ. εμίγην του μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.
Russian (Dvoretsky)
θερμομῐγής: смешанный с теплом, теплый (ἀήρ Plut.).