ισόφονος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
ἰσόφονος, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακό-φονος, νεό-φονος].