καινολόγος

From LSJ
Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινολόγος Medium diacritics: καινολόγος Low diacritics: καινολόγος Capitals: ΚΑΙΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kainológos Transliteration B: kainologos Transliteration C: kainologos Beta Code: kainolo/gos

English (LSJ)

ον, A using new phrases, ποιητής Eust.1801.27.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue, ungewöhnliche Weise redend, Eust. 1801, 27.

Greek Monolingual

καινολόγος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογίακαινολόγος ποιητής», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο-λόγος, ψευδο-λόγος.