κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
κασσιτερᾱς, ὁ (Α)κασσιτερωτής, γανωτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. αρτυματ-άς, λαχαν-άς)].