κελαινόρρινος

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόρρῑνος Medium diacritics: κελαινόρρινος Low diacritics: κελαινόρρινος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kelainórrinos Transliteration B: kelainorrinos Transliteration C: kelainorrinos Beta Code: kelaino/rrinos

English (LSJ)

ον, A with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn.D.15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.

Greek Monolingual

κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα-ρρινός, πολύ-ρρινος].