κεραυνοσκοπία

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοσκοπία Medium diacritics: κεραυνοσκοπία Low diacritics: κεραυνοσκοπία Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: keraunoskopía Transliteration B: keraunoskopia Transliteration C: keravnoskopia Beta Code: keraunoskopi/a

English (LSJ)

ἡ, A divination by thunder and lightning, D.S. 5.40.

German (Pape)

[Seite 1423] ἡ, Beobachtung u. Deutung des Donners, D. Sic. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοσκοπία: ἡ, μαντεία διὰ τῶν ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, Διόδ. 5. 40.

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπία, ἡ (Α)
μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο-σκοπία, οιωνο-σκοπία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοσκοπία: ἡ наблюдение за молниями, т. е. гадание по молниям Diod.