κοινάτο

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

το
συνεταιρισμός κτηνοτρόφων για τυροκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + κατάλ. -άτο, πρβλ. συνδικ-άτο, ρηγ-άτο].