κοκκινάδι

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι, μαυρ-άδι)].