κοκκινάδι
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι, μαυρ-άδι)].