Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφάλα

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλ-α, μπουκάλ-α].