Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
η
1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι
2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή πεισματάρης, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κουτάλ-α, μπουκάλ-α].