κούτελο

From LSJ
Revision as of 13:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούτελο και κούτελον)
μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κουτέλλι (διαλεκτ. τ.) < κότυλον / κοτύλη «είδος δοχείου». Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η συχνή μεταφορά σημ. από «είδος δοχείου» σε «τμήμα κεφαλιού» (πρβλ. και κουτρούβιν)].