κοχλιάριο
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
το (AM κοχλιάριον)
1. το κουτάλι
2. η κουταλιά
νεοελλ.
τεχνικό ή χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα κουταλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. cochlear, -aris «κουτάλι» < cochlea «κοχλίας» < αρχ. ελλ. κοχλίας. Το λατ. cochear χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ονομ. ενός κουταλιού του οποίου το σχήμα θύμιζε κοχλία ή που χρησίμευε για να αδειάζει τα μαγειρεμένα σαλιγκάρια, που ήταν πολύ αγαπητό έδεσμα στους Ρωμαίους].