κραδαλός

From LSJ
Revision as of 14:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

ή, όν, A quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομ-αλός, τροχ-αλός)].