Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοβαφής

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

German (Pape)

[Seite 1521] ές, dunkelblau gefärbt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυανοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος μὲ χρῶμα κυανοῦν, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κυανοβαφής, -ές (Α)
βαμμένος με κυανό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο-βαφής, πορφυρο-βαφής].