κυνοκοπώ

From LSJ
Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

κυνοκοπῶ, -έω (Α)
ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, σφυρο-κοπώ].