ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
κυνοκοπῶ, -έω (Α)ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, σφυρο-κοπώ].