κύρτωση

Revision as of 14:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α κύρτωσις)
1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα
2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῦ σώματος», Πτολ.)
αρχ.
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα
2. φυσαλλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyrtosis < νεολατ. cyrtosis < κυρτός + κατάλ. -ωσις].