κόλερος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (κόλος, ἔρος B) A short-wooled, οἶες Arist.HA596b5. 2 κολερά· νόθα, νωθρά, Hsch. (Accent varies in codd.; κόλερον Theognost.Can.131.)
Greek Monolingual
κόλερος, -α, -ον και κολερός, -ά, -όν (Α)
(για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ-ερος, εύ-ερος].