λάφυρο
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
Greek Monolingual
το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον)
συν. στον πληθ. τα λάφυρα
τα πράγματα του ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.)
αρχ.
φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ λάφυρον κατά τινος» — επιτρέπω τη λεηλασία ενός λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάφ-υρον εμφανίζει επίθημα -υρον (πρβλ. λέπ-υρον, πίτ-υρον), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα labh- «λαμβάνω» (πρβλ. αμφι-λαφής, είληφα) και συνδέεται με αρχ. ινδ. labhate «αρπάζω», λιθουαν. lōbis «πλούτος, θησαυρός»].