λαδοπουλειό

Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + -πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση του -ω- σε -ου-, καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασο-πουλειό, κρεατο-πουλειό)].