λαδοπουλειό

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

το
μαγαζί λαδέμπορου, λαδάδικο, ελαιοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + -πουλειό (< πωλεῖον < πώλης < πωλῶ), με κώφωση του -ω- σε -ου-, καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. κρασοπουλειό, κρεατοπουλειό)].