Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
-άω
1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω
2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο-κοπώ, μεθο-κοπώ].