λιθοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκέφᾰλος Medium diacritics: λιθοκέφαλος Low diacritics: λιθοκέφαλος Capitals: ΛΙΘΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: lithoképhalos Transliteration B: lithokephalos Transliteration C: lithokefalos Beta Code: liqoke/falos

English (LSJ)

ον, A with a stone in its head, χρέμυς Arist.Fr.294.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem, hartem Kopfe, Fische, Arist. bei Ath. VII, 305 d.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων λίθον ἐν τῇ κεφαλῇ, χρέμυς Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.

Greek Monolingual

λιθοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλιλιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοκέφᾰλος: с твердой как камень головой (sc. ἰχθύς Arst.).