λοξοβλεπτώ
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)
βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ-βλεπτώ, οξυ-βλεπτώ].