ματαιοπόνος

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπόνος Medium diacritics: ματαιοπόνος Low diacritics: ματαιοπόνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: mataiopónos Transliteration B: mataioponos Transliteration C: mataioponos Beta Code: mataiopo/nos

English (LSJ)

ον, A labouring in vain, τεχνίτης Ph.2.500; ματαιοπόνον ἀποκαλεῖν τὴν φύσιν Gal.UP5.5, cf. Apollon.Cit. 3.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπόνος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, ματαιοκόπος, Φίλων 2.500.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne une peine inutile.
Étymologie: μάταιος, πένομαι.

Greek Monolingual

ματαιοπόνος, -ον (Α)
αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται μάταια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πόνος (πρβλ. εργο-πόνος, οφθαλμο-πόνος)].

Greek Monotonic

μᾰταιοπόνος: -ον, αυτός που εργάζεται μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, σε Φίλωνα.

Middle Liddell

μᾰταιο-πόνος, ον
labouring in vain, Philo.