μεγαλόπους

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόπους Medium diacritics: μεγαλόπους Low diacritics: μεγαλόπους Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: megalópous Transliteration B: megalopous Transliteration C: megalopous Beta Code: megalo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with large feet, Arist.HA617a26.

German (Pape)

[Seite 107] πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 21.

Greek Monolingual

μεγαλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μεγάλα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + πούς (πρβλ. κραταί-πους)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόπους: 2, gen. ποδος большеногий, с большими ногами или лапами (sc. ὄρνις Arst.).