μελαγκόμης

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκόμης Medium diacritics: μελαγκόμης Low diacritics: μελαγκόμης Capitals: ΜΕΛΑΓΚΟΜΗΣ
Transliteration A: melankómēs Transliteration B: melankomēs Transliteration C: melagkomis Beta Code: melagko/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A black-haired, Poll.2.24.

German (Pape)

[Seite 117] ὁ, schwarzhaarig, Poll. 2, 24.

Greek Monolingual

μελαγκόμης και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο-κόμης, δαφνο-κόμης.