μετεωροπόρος

From LSJ
Revision as of 15:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

German (Pape)

[Seite 160] in der Höhe, in der Luft, hoch über der Erde wandelnd, auch übertr., der sich mit seinen Gedanken zu hoch versteigt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροπόρος: -ον, ὁ ὑψηλὰ πλανώμενος, ὑψηλόφρων, Γρηγ. Θ. 1077C, Βασίλ. Μ. Ι, 300B.

Greek Monolingual

μετεωροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που πλανιέται στα ύψη
2. μτφ. α) υψηλόφρων
β) ταραγμένος, σαστισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + πόρος (πρβλ. οδοι-πόρος, ποντο-πόρος)].