μηλωτής

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

German (Pape)

[Seite 173] ὁ, der Schäfer, wie μηλατάς, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλωτής: ὁ, ποιμήν, Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).

Greek Monolingual

μηλωτής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)].