μισόχρηστος

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσόχρηστος Medium diacritics: μισόχρηστος Low diacritics: μισόχρηστος Capitals: ΜΙΣΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: misóchrēstos Transliteration B: misochrēstos Transliteration C: misochristos Beta Code: miso/xrhstos

English (LSJ)

ον, A hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.

German (Pape)

[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.

Greek Monolingual

μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλό-χρηστος)].

Greek Monotonic

μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μῑσόχρηστος: ненавидящий порядочных людей Xen.

Middle Liddell

μῑσό-χρηστος, ον
hating the better sort, Xen.