μονοζυγής
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ές, = μόνοζυξ (yoked alone), σάνδαλον APl. 4.308 (Eugenes).
German (Pape)
[Seite 203] = Folgdm, σάνδαλον, Euen. ep. (Plan. 308).
Greek Monolingual
μονοζυγής, -ές (Α)
μονόζυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ- του ζεύγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ζύγ-ην), πρβλ. ισο-ζυγής, καλλι-ζυγής].