μιξόθριξ
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, having mixed hair, Eust. 937.37.
German (Pape)
[Seite 189] τριχος, mit gemischtem Haare, halb kahl, halb behaart, Eust. Il. 13, 361.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεμιγμένας λευκὰς καὶ μαύρας τρίχας, μεσαιπόλιος, Εὐστ. 937. 37.
Greek Monolingual
μιξόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τρίχες λευκές και μαύρες αναμεμιγμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].