μιξόθριξ

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξόθριξ Medium diacritics: μιξόθριξ Low diacritics: μιξόθριξ Capitals: ΜΙΞΟΘΡΙΞ
Transliteration A: mixóthrix Transliteration B: mixothrix Transliteration C: miksothriks Beta Code: mico/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, having mixed hair, Eust. 937.37.

German (Pape)

[Seite 189] τριχος, mit gemischtem Haare, halb kahl, halb behaart, Eust. Il. 13, 361.

Greek (Liddell-Scott)

μιξόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεμιγμένας λευκὰς καὶ μαύρας τρίχας, μεσαιπόλιος, Εὐστ. 937. 37.

Greek Monolingual

μιξόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τρίχες λευκές και μαύρες αναμεμιγμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].