χρηματοδότης

Revision as of 15:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο, θηλ. χρηματοδότρια, Ν
φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει τα αναγκαία για τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας χρηματικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + δότης (πρβλ. αιμο-δότης). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].