ψαθάκι

From LSJ
Revision as of 15:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. το φυτό ψάθα
2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι)].