ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
το, Ν
1. βοτ. το φυτό ψάθα
2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι)].