στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: ψύχρα | Medium diacritics: ψύχρα | Low diacritics: ψύχρα | Capitals: ΨΥΧΡΑ |
Transliteration A: psýchra | Transliteration B: psychra | Transliteration C: psychra | Beta Code: yu/xra |
ἡ, A cold, Sch. BT Od.5.467.
ψύχρα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ψῦχος, «στίβη ἡ ἑωθινὴ ψύχρα» Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 467.
η, ΝΜΑ
ψυχρός καιρός, κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός (πρβλ. ζέστη < ζεστός)].