στίβη

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῑ́βη Medium diacritics: στίβη Low diacritics: στίβη Capitals: ΣΤΙΒΗ
Transliteration A: stíbē Transliteration B: stibē Transliteration C: stivi Beta Code: sti/bh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, = στίμμι, Phryn.PSp.118 B., AB114.
II στιβή, ἡ, = stipa, Glossaria (fort. στοιβή, = stuppa).
στίβ-η [ῑ], ἡ,
A rime, hoar frost, Od.5.467, 17.25, Call.Epigr.33. (Perh. cogn. with στέαρ.)
II= ἀνδράχνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, 1) der gefrorene Thau, der Reif, bes. Morgenreif od. -frost, ὑπηοίη, Od. 17. 25. 5, 467 (von στείβω, wie πάγος, πάχνη von πήγνυμι). – 2) = στίβι, B. A. 68. 114, Phot.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gelée blanche.
Étymologie: στείβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στίβη -ης, ἡ [~ στείβω] vrieskou, vorst:. μή μ (ε)... στίβη... κακὴ... δαμάσῃ als de bittere kou me maar niet fataal wordt Od. 5.467.

Russian (Dvoretsky)

στίβη: (ῑ) ἡ иней, изморозь Hom.

English (Autenrieth)

(στειβω): rime, hoar-frost, Od. 5.467 and Od. 17.25.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ' ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό --, πιθ. εκφραστικό (πρβλ. στῖφος). Η σημ. της λ. στίβη «παγωμένη πρωϊνή δροσιά, πάχνη» που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ακαμψία την οποία προκαλεί στα φυτά η παγωμένη πρωινή δροσιά, όπως και η σημ. του επιθ. στιβαρός «συμπαγής» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του ρ. στείβω «συμπιέζω, συμπυκνώνω»].
(II)
ἡ, Α
το στίμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του στῖβι, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

στίβη: [ῑ], ἡ (στείβω;), παγωμένη δροσοσταλίδα, πάχνη, παγετός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

στίβη: [ῑ], ἡ, πεπηγυῖα δρόσος, πάχνη, Ὀδ. Ε. 467, Ρ. 25, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32. (Πιθαν. ἐκ τοῦ στείβω, ὡς τὸ πάγος, πάχνη, ἐκ τοῦ πήγνυμι).

Middle Liddell

στῑ́βη, ἡ, στείβω?]
frozen dew, rime, hoar frost, Od.