ψυχοπάθεια
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. γενική ονομασία τών ψυχικών διαταραχών
2. (ειδικά) η κατάσταση του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί σοβαρά, μη επιτρέποντάς του διαβίωση συμβατή με την κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. psychopathic (< ψυχή + -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη].