ψηφάς

From LSJ
Revision as of 15:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφάς Medium diacritics: ψηφάς Low diacritics: ψηφάς Capitals: ΨΗΦΑΣ
Transliteration A: psēphás Transliteration B: psēphas Transliteration C: psifas Beta Code: yhfa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, A juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφάς: -άδος, ὁ, ὀφθαλμοπλάνος, γόης, ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες.. ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων Ἀθαν. 2, 298C· ὡσαύτως ψηφᾶς, ἃ ἴδε Δουκάγγ.· πρβλ. ψηφοπαίκτης.

Greek Monolingual

και ψηφᾱς, -άδος, ὁ, Α
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργόςὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. κοιλ-άς)].