ἐχιδνοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνοκέφᾰλος Medium diacritics: ἐχιδνοκέφαλος Low diacritics: εχιδνοκέφαλος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: echidnoképhalos Transliteration B: echidnokephalos Transliteration C: echidnokefalos Beta Code: e)xidnoke/falos

English (LSJ)

ον, A snakeheaded, Sch.E.Ph.1136.

German (Pape)

[Seite 1126] natterköpfig, Schol. Eur. Phoen. 1136.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐχίδνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.

Greek Monolingual

ἐχιδνοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυ-κέφαλος, δολιχο-κέφαλος.