ἐριώπης

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριώπης Medium diacritics: ἐριώπης Low diacritics: εριώπης Capitals: ΕΡΙΩΠΗΣ
Transliteration A: eriṓpēs Transliteration B: eriōpēs Transliteration C: eriopis Beta Code: e)riw/phs

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. ἐρι-ῶπις, ιδος, (ὤψ) A large-eyed, full-eyed, in fem., Hom.Epigr.1.2 : fem. acc. ἐριώπεα Max.545 (s. v.l.); ἐρίωπα Id.32.

German (Pape)

[Seite 1031] ὁ, u. fem. ἐριῶπις, großäugig, Letzteres Hom. ep. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριώπης: -ου, ὁ θηλ. -ῶπις, ιδος, (ὢψ) μεγαλόφθαλμος, ἐν τῷ θηλ. Κύμης ἐριώπιδα κούρην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 1. 2· ἐν τῷ ἀρσ. κατ’ αἰτ. ἐριώπεα Μάξιμ. π. Καταρχ. 545· ἐρίωπα αὐτόθι 32. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐριῶπις· μεγαλόφθαλμος. καὶ ἡ Ἀγχίσου γυνὴ» καὶ «ἐριώπιδος· εὐώπιδος».

Greek Monolingual

ἐριώπης, ὁ, (θηλ. ἐριῶπις) (Α)
αυτός που έχει μεγάλα, ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -ωπης (< ωψ «οφθαλμός» που απαντά μόνο ως β’ συνθετικό
πρβλ. ελίκ-ωψ, μύ-ωψ + κατάλ. -ης)].