ἡδυπρόσωπος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον, A of sweet countenance, χόνδρος Matro Conv.102.
German (Pape)
[Seite 1154] mit anmuthigem Gesicht, χόνδρος, bei Ath. IV, 136 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπρόσωπος: -ον, ἔχων ἡδὺ πρόσωπον, γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F.
Greek Monolingual
ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.