ἡμιγενής

From LSJ
Revision as of 16:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιγενής Medium diacritics: ἡμιγενής Low diacritics: ημιγενής Capitals: ΗΜΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: hēmigenḗs Transliteration B: hēmigenēs Transliteration C: imigenis Beta Code: h(mirenh/s

English (LSJ)

ές, A intermediate, equivocal, Pl.Ti.66d; of fruits, half-formed, Thphr.HP1.14.1.

German (Pape)

[Seite 1167] ές, halb geschaffen, unvollständig (der Art nach), Plat. Tim. 66 d; Theophr. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιγενής: -ές, γεγεννημένος κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀτελής, Πλάτ. Τιμ. 66D· ἐπί καρπῶν, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, οὐ δύνανται τελειοῦν, ἀλλ’ ἡμιγενῆ φθείρεται Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 14, 1.

Greek Monolingual

ἡμιγενής, -ές (Α)
1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής
2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐγενής: половинчатый, смешанный (ὀσμή Plat.).