Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Full diacritics: ἱμερόφρων | Medium diacritics: ἱμερόφρων | Low diacritics: ιμερόφρων | Capitals: ΙΜΕΡΟΦΡΩΝ |
Transliteration A: himeróphrōn | Transliteration B: himerophrōn | Transliteration C: imerofron | Beta Code: i(mero/frwn |
[ῑ], ονος, ὁ, ἡ, A lovely in spirit, Doroth. ap. Heph.Astr.3.9.
ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλό-φρων, ομό-φρων].